- αὐτοομοιότης
- αὐτο-ομοιότης, ητος, ἡ, = foreg., Herm. in Phdr.p.151 A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοομοιότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοομοιότητα — αὐτοομοιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοομοιότητος — αὐτοομοιότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)